BLOG | Σακχαρώδης Διαβήτης

Έλεγχος και παρακολούθηση ΣΔτ1 και ΣΔτ2

Ζαχαριάδης Κωνσταντίνος Γενικός οικογενειακός ιατρός M.D. MBA member ADA Στην Ελλάδα το 8-10% του γενικού πληθυσμού πάσχει από Σακχαρώδη Διαβήτη. Υπάρχουν 4 τύποι σακχαρώδους διαβήτη1:…

Ζαχαριάδης Κωνσταντίνος

Γενικός οικογενειακός ιατρός M.D. MBA member ADA

Στην Ελλάδα το 8-10% του γενικού πληθυσμού πάσχει από Σακχαρώδη Διαβήτη.

Υπάρχουν 4 τύποι σακχαρώδους διαβήτη1:

  • Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 1 (ΣΔτ1): πρόκειται για το γνωστό νεανικό διαβήτη, ο οποίος συνοδεύεται από απόλυτη έλλειψη ινσουλίνης, άρα ο ασθενής είναι ινσουλινοεξαρτώμενος
  • Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 2 (ΣΔτ2): πρόκειται για τον πιο συχνό τύπο. Θεωρείται μη ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης και η διαταραχή εντοπίζεται τόσο στην έκκριση όσο και στη λειτουργία της ινσουλίνης
  • Σακχαρώδης Διαβήτης κύησης: πρόκειται για διαταραχή των υδατανθράκων που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης
  • Άλλοι τύποι σακχαρώδους διαβήτη: είναι απόρροια διαταραχής των β-κυττάρων (MODY), λήψης ορισμένων φαρμάκων, παθήσεων της εξωκρινούς μοίρας παγκρέατος, κα.

Η νόσος έχει υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης στο δυτικό κόσμο, τελευταία όμως, έχει σημαντικό επιπολασμό και σε χώρες ασιατικές και τρίτου κόσμου λόγω κακής ποιότητας διατροφής.

Πολύ σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση του Σακχαρώδη Διαβήτη και των επιπλοκών του έχουν:

  • Η έγκαιρη διάγνωση της νόσου
  • Η εκπαίδευση του διαβητικού ασθενούς σε σχέση με τις διαιτητικές του συνήθειες και με τη σωματική δραστηριότητα (άσκηση)
  • Η εκπαίδευση του διαβητικού ασθενούς στον αυτοέλεγχο του σακχάρου και στη συμμόρφωσή του στη φαρμακευτική αγωγή, αλλά και στην έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση των επιπλοκών του σακχαρώδους διαβήτη.

Διάγνωση σακχαρώδους διαβήτης

Η διάγνωση1 του σακχαρώδους διαβήτη τίθεται όταν:

Γλυκόζη νηστείας πλάσματος ≥ 126 mg/dl μετά από νηστεία 8 ωρών ή Συμπτώματα υπεργλυκαιμίας και τυχαία τιμή γλυκόζης πλάσματος ≥ 200 mg/dl. Τυχαία τιμή γλυκόζης θεωρείται οποιαδήποτε στιγμή του 24-ώρου ανεξάρτητα από την ώρα που παρήλθε από τη λήψη τροφής. Τα κλασικά συμπτώματα της υπεργλυκαιμίας είναι η πολυουρία, η πολυδιψία και η ανεξήγητη απώλεια σωματικού βάρους ή Τιμή γλυκόζης πλάσματος ≥ 200 mg/dl, 2 ώρες μετά από τη λήψη γλυκόζης 75 g κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας ανοχής στη γλυκόζη, σύμφωνα με τις συστάσεις της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας.

Όταν απουσιάζουν τα κλασικά συμπτώματα της υπεργλυκαιμίας, αυτά τα κριτήρια πρέπει να επιβεβαιώνονται με επανάληψη της μέτρησης της γλυκόζης σε μια διαφορετική ημέρα. Για τη διάγνωση του διαβήτη της κύησης ισχύουν διαφορετικά διαγνωστικά κριτήρια.

Αντιμετώπιση σακχαρώδους διαβήτη2

Οι βασικοί στόχοι στη στρατηγική αντιμετώπιση του διαβητικού ασθενούς:

  • Μακροχρόνιος έλεγχος της γλυκόζης αίματος του ασθενούς με παρακολούθηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης ανά τακτά χρονικά διαστήματα (3-6 μήνες)
  • Αύξηση της σωματικής άσκησης και υιοθέτηση από τον ασθενή ενός πιο υγιεινού τρόπου ζωής
  • Εξάλειψη των παραγόντων κινδύνου εμφάνισης των χρόνιων επιπλοκών του διαβήτη (αρρύθμιστη υπέρταση, υψηλή χοληστερόλη, κάπνισμα, παχυσαρκία)

Η θεραπευτική προσέγγιση για την κάλυψη των παραπάνω στόχων βασίζεται σε τρεις κύριους άξονες: την τήρηση συγκεκριμένου προγράμματος διατροφής, την αύξηση της σωματικής άσκησης, τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής.

Η διατροφή είναι ακρογωνιαίος λίθος στην αντιμετώπιση της πάθησης και είναι πολύ σημαντικό να μην παραγνωρίζεται η αξία της. Η κατάλληλη ποιοτική σύνθεση του διαιτολογίου καθορίζεται ανάλογα με το φύλο, την ηλικία, το επάγγελμα, τη σωματική δραστηριότητά και την ύπαρξη άλλων νόσων.

Η άσκηση συμβάλλει αποτελεσματικά στον έλεγχο του σωματικού βάρους, στη ρύθμιση του σακχάρου και στη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου. Συνιστάται αερόβια άσκηση τουλάχιστον 150 λεπτά την εβδομάδα ή μισής ώρας περπατήματος καθημερινά κατά προτίμηση μετά από το γεύμα μας, ώστε να επιφέρει καλύτερα αποτελέσματα.

Τα θεραπευτικά μέσα τα οποία χρησιμοποιούμε προκειμένου να πετύχουμε τους στόχους γλυκαιμικής ρύθμισης είναι η διατροφή, η άσκηση, τα αντιδιαβητικά δισκία και όταν αυτά δεν επαρκούν η ινσουλινοθεραπεία.

Ιδιαίτερη σημασία έχει η αυτοπαρακολούθηση του διαβητικού με προσδιορισμό του σακχάρου στο αίμα. Ο προσδιορισμός του σακχάρου στο αίμα εξαρτάται από το θεραπευτικό σχήμα που ακολουθεί ο ασθενής. Για παράδειγμα, για έναν ασθενή μόνο υπό αντιδιαβητικά δισκία αρκεί μια πρωινή μέτρηση 2-3 φορές την εβδομάδα. Ενώ ασθενής που κάνει πολλαπλές ενέσεις ινσουλίνης μπορεί να χρειαστεί τουλάχιστον 4 μετρήσεις (όσες και ενέσεις ινσουλίνης) ημερησίως.

Τις απαραίτητες, όμως, πληροφορίες για τη ρύθμιση ή όχι του σακχάρου, μας τις δίνει ο δείκτης της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης που δείχνει το μέσο όρο τιμής του σακχάρου μας το τελευταίο τρίμηνο. Έτσι, ο γιατρός μπορεί να γνωρίζει και να στοχεύσει εξατομικευμένα πάντα στην τιμή της γλυκοζυλιωμένης που πρέπει βάσει ηλικίας και άλλων παραγόντων κινδύνου, να μας "φέρει". Σε γενικές γραμμές, όμως, η μαγική τιμή 7 συνήθως είναι πολύ ικανοποιητική για έναν διαβητικό.

Τα θεραπευτικά σχήματα που υπάρχουν είναι πολλαπλά και υπόσχονται μεγάλες μειώσεις στην τιμή της γλυκοζυλιωμένης. Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν σχήματα (δισκία αλλά και ενέσιμα) που έχουν φέρει ριζικές αλλαγές στον τρόπο αντιμετώπισης του διαβήτη, αφού δεν αρκούνται μόνο στην ασφαλή μείωση των επιπέδων του σακχάρου, αλλά και επιφέρουν μεγάλες μειώσεις στο σωματικό βάρος, ενώ εξασφαλίζουν καρδιαγγειακή και νεφρική προστασία, όπως και μείωση των τρανσαμινασών στο συκώτι. Τελευταία μάλιστα, μοντέρνες θεραπείες αποτελούν τα ενέσιμα εβδομαδιαία φάρμακα (όχι ινσουλίνη) που έχουν αλλάξει και τη ζωή των ατόμων με διαβήτη λόγω της απλούστευσης και του αποτελέσματος  που επιφέρουν.

Ο έλεγχος για πιθανή εμφάνιση επιπλοκών προγραμματίζεται από το θεράποντα ιατρό και περιλαμβάνει:

  • Έλεγχο για διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια: γίνεται με βυθοσκόπηση κατόπιν μυδρίασης μία φορά το χρόνο, εκτός και αν ενδιάμεσα εμφανιστούν ευρήματα διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας, οπότε την ευθύνη παρακολούθησης και θεραπείας αναλαμβάνει ο οφθαλμίατρος.
  • Έλεγχο για διαβητική νεφροπάθεια: γίνεται ως επί το πλείστον με συλλογή των ούρων 24ωρου και μετράται η ποσότητα του λευκώματος που υπάρχει. Γίνεται ετήσια εκτός και αν υπάρξει κάποια μικρο/μακρο λευκωματινουρία και έτσι, συστήνεται νωρίτερα.
  • Έλεγχο για διαβητική νευροπάθεια: ο ασθενής ερωτάται για πιθανά συμπτώματα νευροπάθειας όπως πόνο, αίσθημα ψυχρότητας ή θερμότητας, μυρμηγκιάσεις κάτω άκρων. Ελέγχονται τα επιπολής και εν βάθει αντανακλαστικά μια φορά ετησίως. Τελευταία υπάρχει η δυνατότητα με μεγάλη ακρίβεια να διαπιστωθεί η νευροπάθεια με κατάλληλο εξοπλισμό του γιατρού. Μέτρηση σφυροβραχυονίου δείκτη: μετρώνται οι πιέσεις στα κάτω άκρα σε συνάρτηση με την αρτηριακή πίεση στους βραχίονες και δίνονται πληροφορίες για ύπαρξη περιφερικής αρτηριοπάθειας που μπορεί να οδηγήσει σε διαβητικό πόδι.
  • Έλεγχο για μακροαγγειοπάθεια: ανάλογα με την κρίση του θεράποντος ιατρού, ο ασθενής μπορεί να χρειαστεί να υποβληθεί σε ηλεκτροκαρδιογράφημα ηρεμίας, triplex καρδιάς, test κοπώσεως, σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου ή στεφανιογραφία, προκειμένου να εκτιμηθεί η παρουσία στεφανιαίας νόσου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Αντιμετώπιση του Διαβητικού Ασθενούς. Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία, Αθήνα, 2017.
  2. American Diabetes Association. Summary of revisions for the 2017 clinical practice recommendations. Diabetes Care. 2017

57 LD BLOG 12/2018